- νεοσσός
- ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός)1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ)2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπουνεοελλ.(ειδικά) μικρό κοτόπουλο, κλωσσοπούλι, κλωσσόπουλοαρχ.1. κρόκος αβγού2. θωπευτική προσφώνηση αγαπημένου προσώπου («καλοῡμαι ὁ σός... νεοσσός», Ευρ.)3. (ως θηλ.) ἡ νεοττόςλεγόταν σχετικά με την εταίρα Λαΐδα4. φρ. «ἵππου νεοττός»(περιλπτ.) το άριστο και ακμαίο ιππικό.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρ. ή συνθ. τού νέος, που θυμίζει τα περισσός, ἔπισσαι. Η υπόθεση ότι η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό νε(ο)- και β' συνθετικό *kyo- τού κεῖμαι δεν φαίνεται πειστική].
Dictionary of Greek. 2013.